- λεκιθώδης
- -ες (Α λεκιθώδης, -ῶδες) [λέκιθος]αυτός που έχει χρώμα όμοιο με τον κρόκο τού αβγού, κιτρινωπός («οὔρων ὑπόστασις λεκιθώδης», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεκιθώδης — yolk coloured masc/fem acc pl (attic epic doric) λεκιθώδης yolk coloured masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λεκιθώδης yolk coloured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθώδη — λεκιθώδης yolk coloured neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λεκιθώδης yolk coloured masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεκιθώδης yolk coloured masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθῶδες — λεκιθώδης yolk coloured masc/fem voc sg λεκιθώδης yolk coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθώδεις — λεκιθώδης yolk coloured masc/fem acc pl λεκιθώδης yolk coloured masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθώδεος — λεκιθώδης yolk coloured masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθώδους — λεκιθώδης yolk coloured masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek
λεκιθοειδής — λεκιθοειδής, ές (Α) [λέκιθος] λεκιθώδης … Dictionary of Greek